παροξύνῃς

παροξύνῃς
παροξύ̱νῃς , παροξύνω
urge
aor subj act 2nd sg
παροξύ̱νῃς , παροξύνω
urge
pres subj act 2nd sg
παροξύ̱νῃς , παροξύνω
urge
aor subj act 2nd sg
παροξύ̱νῃς , παροξύνω
urge
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”